- εριστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που έχει διάθεση και τάση για καβγά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐριστικός — eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικώτερον — ἐριστικός eager for strife adverbial comp ἐριστικός eager for strife masc acc comp sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑριστικός — ἐριστικός , ἐριστικός eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικωτέρων — ἐριστικός eager for strife fem gen comp pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικῶν — ἐριστικός eager for strife fem gen pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαῖς — ἐριστικός eager for strife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαί — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)